- κόλλοψ
- κόλλοψpegmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… … Dictionary of Greek
κολλόπων — κόλλοψ peg masc gen pl κολλοπόω glue together imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κολλοπόω glue together imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπα — κόλλοψ peg masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπας — κόλλοψ peg masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπες — κόλλοψ peg masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπι — κόλλοψ peg masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπος — κόλλοψ peg masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοψι — κόλλοψ peg masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλοπ' — κόλλοπα , κόλλοψ peg masc acc sg κόλλοπι , κόλλοψ peg masc dat sg κόλλοπε , κόλλοψ peg masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολλοπεύω — (Α) είμαι κόλλοψ, κίναιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλοψ, οπος «κίναιδος»] … Dictionary of Greek